άθελος

άθελος
-η, -ο [θέλω]
1. αυτός που δεν θέλει κάτι
2. αυτός που δεν έχει θέληση, άβουλος
3. αθέλητος, απρόθυμος, ακούσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άθελος — η, ο επίρρ. α αθέλητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάθελος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θέληση, άβουλος, άθελος, αθέλητος 2. αυτός που κάνει κάτι παρά τηθέληση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + θέλω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”